- καρούτα
- η1. ξύλινη σκάφη για το πότισμα τών ζώων2. ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. karrute < σλαβ. koryto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρούτα — η (λ. σλαβ.), ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλυστήρα — ή και διαλυστήρι, το και διαλυστής, ο [διαλύω] 1. σκεύος ή χώρος όπου διαλύουμε κάτι 2. ο λάκκος ή η καρούτα μέσα στον οποίο σβήνουμε τον ασβέστη 3. χτένα, τσατσάρα … Dictionary of Greek